μισοῦν

μισοῦν
μῑσοῦν , μισέω
hate
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
μῑσοῦν , μισέω
hate
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεοστυγής — ές (AM θεοστυγής, ές) αυτός τον οποίο μισεί ο θεός (ή μισούν οι θεοί), ο θεομίσητος αρχ. αυτός που μισεί τον θεό. επίρρ... θεοστυγώς με θεομίσητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στύγος «μίσος»] …   Dictionary of Greek

  • ιδεοληψία — Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”